Τετάρτη 24 Μαρτίου 2021

ΜΠΟΛΙΒΑΡ, ΙΣΩΣ Τ’ ΩΡΑΙΟΤΕΡΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΠΟΥ ΠΟΤΕΣ ΕΨΑΛΑΝΕ Σ’ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

 «Γι’ αυτούς θα πω τα λόγια τα ωραία, που μου τα υπαγόρευσε η Έμπνευσις,

Καθώς εφώλιασε μέσα στα βάθια του μυαλού μου όλο συγκίνηση

Για τις μορφές, τις αυστηρές και τις υπέροχες,

του Οδυσσέα Ανδρούτσου και του Σίμωνος Μπολιβάρ.

 

Κι αυτά όχι για τα ότι κι οι δυο τους υπήρξαν για τις πατρίδες, και τα έθνη και τα σύνολα,

κι άλλα παρόμοια, που δεν εμπνέουν,

Παρά γιατί σταθήκανε μες στους αιώνες, κι οι δυο τους, μονάχοι πάντα, κι ελεύθεροι, μεγάλοι, γενναίοι και δυνατοί.

 

Μ’ ένα σκοπό του ταξιδιού: προς τ’ άστρα!..»

 

Το ποίημα ΜΠΟΛΙΒΑΡ γράφτηκε από τον Νίκο Εγγονόπουλο τον χειμώνα του 1942 προς το 1943. Κυκλοφόρησε στην αρχή, σε χειρόγραφα αντίγραφα που έκαναν πολλοί, και το διάβαζαν σε συγκεντρώσεις αντιστασιακού χαρακτήρα.

Εκδόθηκε πρώτη φορά το Σεπτέμβριο του 1944 από την εκδοτική Εταιρία ΙΚΑΡΟΣ. Μεταφράστηκε στα Γαλλικά και κυκλοφόρησε και ως δίσκος γραμμοφώνου με απαγγελία του ποιητή και μουσική υπόκρουση του Αργύρη Κουνάδη  

Ακολουθούν αντιπροσωπευτικά αποσπάσματα, εδώ αντιγραφή και επικόλληση από την τέταρτη έκδοση, Ίκαρος 1983

 


ΣΤΡΑΤΗΓΕ ΤΙ ΖΗΤΟΥΣΕΣ ΣΤΗ ΛΑΡΙΣΑ ΣΥ ΕΝΑΣ ΥΔΡΑΙΟΣ;

(Μπολιβάρ, ένα ελληνικό ποίημα του Νίκου Εγγονόπουλου,  με 9 έγχρωμους πίνακες του ποιητή και ζωγράφου εκτός κειμένου)

ΦΑΣΜΑ ΘΗΣΕΩΣ ΕΝ ΟΠΛΟΙΣ ΚΑΘΟΡΑΝ, ΠΡΟ ΑΥΤΩΝ ΕΠΙ ΤΟΥΣ ΒΑΡΒΑΡΟΥΣ ΦΕΡΟΜΕΝΟΝ

 

Για τους μεγάλους, για τους ελευθέρους, για τους γενναίους, τους δυνατούς.

Αρμόζουν τα λόγια τα μεγάλα, τα ελεύθερα, τα γενναία, τα δυνατά,

Γι’ αυτούς η απόλυτη υποταγή κάθε στοιχείου, η σιγή, γι’ αυτούς τα δάκρυα, γι’ αυτούς οι φάροι

κι οι κλάδοι ελιάς, και τα φανάρια

Όπου χοροπηδούνε με το λίκνισμα των καραβιών και γράφουνε στους σκοτεινούς ορίζοντες των λιμανιών,

Γι’ αυτούς είναι τ’ άδεια βαρέλια που σωριαστήκανε στο πιο στενό, πάλι του λιμανιού, σακάκι,

Γι’ αυτούς οι κουλούρες τ’ άσπρα σκοινιά κι οι αλυσίδες, οι άγκυρες, τ’ άλλα μανόμετρα,

Μέσα στην εκνευριστικιάν οσμή του πετρελαίου,

Για ν’ αρματώνουνε καράβι, ν’ ανοιχτούν, να φύγουνε,

Όμοιοι με τραμ που ξεκινάει, άδειο κι ολόφωτο μεσ’ στη νυχτερινή γαλήνη των μπαχτσέδων,

Μ’ ένα σκοπό του ταξιδιού: προς τ’ άστρα.

 

Γι αυτούς θα πω τα λόγια τα ωραία, που μου τα υπαγόρευσε η Έμπνευσις,

Καθώς εφώλιασε μέσα στα βαθιά του μυαλού μου όλο συγκίνηση

Για τις μορφές, τις αυστηρές και τις υπέροχες, του Οδυσσέα Ανδρούτσου και του Σίμωνος Μπολιβάρ.

Όμως για τώρα θα ψάλω μονάχα τον Σίμωνα, αφήνοντας τον άλλον για κατάλληλο καιρό,

Αφήνοντάς τον για ναν τ’ αφιερώσω, σαν έρθει η ώρα, ίσως το πιο ωραίο τραγούδι που έψαλα ποτέ,

Ίσως το ωραιότερο τραγούδι που ποτές εψάλανε σ’ όλο τον κόσμο.

Κι αυτά όχι για τα ότι κι οι δυο τους υπήρξαν για τις πατρίδες, και τα έθνη και τα σύνολα,

κι άλλα παρόμοια, που δεν εμπνέουν,

Παρά γιατί σταθήκανε μες στους αιώνες, κι οι δυο τους, μονάχοι πάντα, κι ελεύθεροι, μεγάλοι, γενναίοι και δυνατοί.

 

Και τώρα ν’ απελπίζουμαι που ίσαμε σήμερα δεν με κατάλαβε, δε μπόρεσε να καταλάβει τι λέω, κανείς;

Βέβαια την ίδια τύχη να ’χουνε κι αυτά που λέω τώρα

για τον Μπολιβάρ, που θα πω αύριο για τον Ανδρούτσο;

Δεν είναι εύκολο, άλλωστε, να γίνουν τόσο γρήγορα αντιληπτές μορφές της σημασίας τα’ Ανδρούτσου και του Μπολιβάρ,

Παρόμοια σύμβολα.

Αλλά ας περνούμε γρήγορα: προς Θεού, όχι συγκινήσεις και υπερβολές  κι απελπισίες.

Αδιάφορο, η φωνή μου ήτανε προορισμένη μόνο για τους αιώνες.

(Στο μέλλον, το κοντινό, το μακρινό, σε χρόνια, λίγα, πολλά, ίσως μεθαύριο κι αντιμεθαύριο,

Ίσαμε την ώρα που θε ν’ αρχινίσει η Γης να κυλάει άδεια κι άχρηστη και νεκρή, στο στερέωμα,

Νέοι θα ξυπνάνε, με μαθηματική ακρίβεια, τις άγριες νύχτες, πάνω στην κλίνη τους,

Να βρέχουνε με δάκρυα το προσκέφαλό τους, αναλογιζόμενοι ποιος ήμουν, σκεφτόμενοι

Πώς υπήρξα κάποτες, τι λόγια είπα, τι ύμνους έψαλα.

Και τα θεόρατα κύματα, όπου ξεσπούνε κάθε βράδυ στα εφτά της Ύδρας ακρογιάλια,

Κι οι άγριοι βράχοι, και το ψηλό βουνό που κατεβάζει τα δρολάπια

Αέναα, ακούραστα, θε να βροντοφωνούνε τ’ όνομά μου).

 

Ας επανέλθουμε όμως στον Σίμωνα Μπολιβάρ.

 

Μπολιβάρ! Όνομα από μέταλλο και ξύλο, ήσουνα ένα λουλούδι μες στους μπαχτσέδες της Νότιας Αμερικής.

Είχες όλη την ευγένεια των λουλουδιών μεσ’ στην καρδιά σου, μεσ’ στα μαλλιά σου, μέσα στο βλέμμα σου.

Η χέρα σου ήτανε μεγάλη σαν την καρδιά σου, και σκορπούσε το καλό και το κακό.

Ροβόλαγες τα βουνά κι έτρεμαν τ’ άστρα, κατέβαινες στους κάμπους, με τα χρυσά, τις επωμίδες, όλα τα διακριτικά του βαθμού σου,

Με το ντουφέκι στον ώμο αναρτημένο, με τα στήθια ξέσκεπα, με τις λαβωματιές  γιομάτο το κορμί σου,

Κι εκαθόσουν ολόγυμνος σε πέτρα χαμηλή, στ’ ακροθαλάσσι,

Κι έρχονταν και σ’ έβαφαν με τις συνήθειες των πολεμιστών Ινδιάνων,

Με ασβέστη, μισόνε άσπρο, μισό γαλάζιο, για να φαντάζεις σα ρημοκκλήσι σε περιγιάλι της Αττικής,

 Σαν εκκλησιά στις γειτονιές των Ταταούλων, ωσάν ανάκτορο σε πόλη Μακεδονίας ερημική.

 

Μπολιβάρ! Ήσουνα πραγματικότητα, και είσαι, και τώρα, δεν είναι όνειρο.

Όταν οι άγριοι κυνηγοί καρφώνουνε τους άγριους αετούς και τ’ άλλα άγρια πουλιά και ζώα,

Πάν’ απ’ τις ξύλινες τις πόρτες στ’ άγρια δάση,

Ξαναζείς και φωνάζεις και δέρνεσαι,

Κι είσαι ο ίδιος εσύ το σφυρί, το καρφί κι ο αητός.

 

Αν στα νησιά των κοραλλιών φυσούνε άνεμοι κι αναποδογυρίζουνε τα έρημα καΐκια,

Κι οι παπαγάλοι οργιάζουνε με τις φωνές σαν πέφτει η μέρα  κι οι κήποι ειρηνεύουνε  πνιγμένοι σε υγρασία,

Και στα ψηλά δενδρά κουρνιάζουν τα κοράκια,

Σκεφτείτε, κοντά στο κύμα, του καφενείου τα σιδερένια τα τραπέζια,

Μεσ’ στη μαυρίλα πώς τα τρώει τ’ αγιάζι, και μακριά το φως που ανάβει, σβήνει, ξανανάβει, και γυρνάει πέρα δώθε,

Και ξημερώνει – τι φριχτή αγωνία – ύστερα από μια νύχτα δίχως ύπνο,

Και το νερό δεν λέει τίποτε απ’ τα μυστικά του. Έτσι η ζωή.

Κι έρχεται ο ήλιος, και της προκυμαίας τα σπίτια, με τις νησιώτικες καμάρες,

Βαμμένα ροζ, και πράσινα, μ’ άσπρα περβάζια (η Νάξο, η Χίος),

Πώς ζουν! Πώς λάμπουνε οι διάφανες νεράιδες! Αυτός ο Μπολιβάρ!

 

Μπολιβάρ! Κράζω τ’ όνομά σου ξαπλωμένος στην κορφή του βουνού Έρε,

Την πιο ψηλή κορφή της νήσου Ύδρας.

Από δω η θέα εκτείνεται μαγευτική μέχρι των νήσων του Σαρωνικού, τη Θήβα,

Μέχρι κει κάτω, πέρα απ’ τη Μονεμβασιά, το τρανό Μισίρι,

Αλλά και μέχρι του Παναμά, της Γκουατεμάλα, της Νικαράγκουα, του Ουντουράς, της Αϊτής, του Σαν Ντομίγκο, της Βολιβίας, της Κολομβίας, του Περού, της Βενεζουέλας, της Χιλής, της Αργεντινής, της Βραζιλίας, Ουρουγουάη, Παραγουάη, του Ισημερινού,

Ακόμη και του Μεξικού.

Μ’ ένα σκληρό λιθάρι χαράζω τ’ όνομά σου πάνω στην πέτρα, νάρχουνται αργότερα οι άνθρωποι να προσκυνούν.

Τινάζονται σπίθες καθώς χαράζω – έτσι ήτανε, λεν, ο Μπολιβάρ – και παρακολουθώ

Το χέρι μου καθώς γράφει, λαμπρό μέσα στον ήλιο.

 

Είδες για πρώτη φορά το φως στο Καρακάς. Το φως το δικό σου,

Μπολιβάρ, γιατί ως να ’ρθεις η Νότια Αμερική ολόκληρη ήτανε βυθισμένη στα πικρά σκοτάδια.

Τ’ όνομά σου τώρα είναι δαυλός αναμμένος, που φωτίζει την Αμερική, και τη Βόρεια και τη Νότια, και την Οικουμένη!

Οι ποταμοί Αμαζόνιος και Ορινόκος πηγάζουν από τα μάτια σου.

Τα ψηλά βουνά έχουν τις ρίζες τους στο στέρνο σου,

Η οροσειρά των Άνδεων είναι η ραχοκοκαλιά σου,

Στην κορφή της κεφαλής σου, παλληκαρά, τρέχουν τ’ ανήμερα άτια και τ’ άγρια βόδια,

Ο πλούτος της Αργεντινής.

Πάνω στην κοιλιά σου εκτείνονται οι απέραντες φυτείες του καφέ.

 

Σαν μιλάς, φοβεροί σεισμοί ρημάζουνε το παν,

Από τις επιβλητικές ερημιές της Παταγονίας μέχρι τα πολύχρωμα νησιά,

Ηφαίστεια ξεπετιούνται στο Περού και ξερνάνε στα ουράνια την οργή τους,

Σειούνται τα χώματα παντού και τρίζουν τα εικονίσματα στην Καστοριά,

Τη σιωπηλή πόλη κοντά στη λίμνη,

Μπολιβάρ, είσαι ωραίος σαν Έλληνας.

 

Σε πρωτοσυνάντησα, σαν ήμουνα παιδί, σ’ ένα ανηφορικό καλντερίμι του Φαναριού,

Μια καντήλα στο Μουχλιό φώτιζε το ευγενικό πρόσωπό σου.

Μήπως να ’σαι άραγες, μια απ’ τις μύριες μορφές που πήρε κι άφησε ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος;

 

Μπογιάκα, Αγιακούτσο. Έννοιες υπέρλαμπρες και αιώνιες. Ήμουν εκεί.

Είχαμε προ πολλού περάσει, ήδη, την παλιά μεθόριο:

πίσω, μακριά, στο Λεσκοβίκι, είχαν ανάψει φωτιές.

Κι ο στρατός ανέβαινε μέσα στη νύχτα προς τη μάχη, που ακούγονταν κιόλα οι γνώριμοί της ήχοι.

Πλάι κατέρχουνταν, σκοτεινή Συνοδεία, ατέλειωτα λεωφορεία με τους πληγωμένους.

 

Μην ταραχθεί κανείς. Κάτω εκεί, να η λίμνη.

Από δω θα περάσουν, πέρα απ’ τις καλαμιές.

Υπονομεύτηκαν οι δρόμοι: έργο και δόξα του Χορμοβίτη, του ξακουστού, του άφταστου στα τέτοια.

Στις θέσεις σας όλοι. Η σφυρίχτρα ηχεί!

Ελάτες, ελάτε, ξεζέψτε. Ας στηθούν τα κανόνια, καθαρίστε με τα μάκτρα τα κοίλα, τα φυτίλια αναμμένα στα χέρια,

Τα τόπια δεξιά. Βρας!

Βρας, αλβανιστί φωτιά: Μπολιβάρ!

 

Κάθε κουμπαράς, που εξεσφενδονιζόταν κι άναφτε,

Ήταν κι ένα τριαντάφυλλο για τη δόξα του μεγάλου στρατηγού,

Σκληρός, ατάραχος ως στέκονταν μέσα στον κουρνιαχτό και την αντάρα,

Με το βλέμμα ατενίζοντας προς τ’ αψηλά, το μέτωπο στα νέφη,

Κι ήταν η θέα του φριχτή: πηγή του δέους, του δίκιου δρόμος, λυτρώσεως πύλη.

 

Όμως, πόσοι και πόσοι δε σ’ επιβουλεύτηκαν, Μπολιβάρ,

Πόσα «ντολάπια» και δε σου στήσαν να πέσεις, να χαθείς,

Ένας προ πάντων, ένας παλιάνθρωπος, ένα σκουλήκι, ένας Φιλιππουπολίτης.

Αλλά συ τίποτα, ατράνταχτος σαν πύργος στέκουσαν,

όρθιος στου Ακογκαγκούα μπρος τον τρόμο,

Μια φοβερή ξυλάρα εκράταγες, και την εκράδαινες πάνω απ’ την κεφαλή σου.

Οι φαλακροί κόνδωρες σκιάζουνταν, που δεν τους τρόμαζε μάχης το κακό και το ντουμάνι,

και σε κοπάδια αγριεμένα πέταγαν,

Κι οι προβατογκαμήλες  γκρεμιοτσακίζουντάνε στις πλαγιές, σέρνοντας, καθώς πέφταν, σύννεφο το χώμα και λιθάρια.

Κι οι εχθροί σου μέσα στα μαύρα Τάρταρα εχάνοντο, λουφάζαν.

(Σαν θα ’ρθει μάρμαρο, το πιο καλό, από τ’ Αλαβάνδα, μ’ αγίασμα των Ωλαχερών ια βρέξω την κορφή μου,

Θα βάλω όλη την τέχνη μου αυτή τη στάση σου να πελεκήσω, να στήσω ενού νέου Κούρου τ’ άγαλμα στης Σικίνου τα βουνά,

Μη λησμονώντας, βέβαια, στο βάθρο, να χαράξω το περίφημο εκείνο «Χαίρε παροδίτα».)

 

Κι εδώ πρέπει ιδιαιτέρως να εξαρθεί ότι ο Μπολιβάρ δεν εφοβήθηκε, δε «σκιάχτηκε» που λεν, ποτέ,

Ούτε στων μαχών την ώρα την πιο φονικιά, ούτε στης προδοσίας, της αναπόφευκτης, τις πικρές μαυρίλες.

Λένε πως γνώριζε από πριν, με μιαν ακρίβεια αφάνταστη, τη μέρα, την ώρα, το δευτερόλεπτο ακόμη: τη στιγμή,

Της Μάχης της μεγάλης που ήτανε γι’ αυτόνα μόνο,

Κι όπου θε να ’τανε  αυτός ο ίδιος στρατός κι εχθρός,

ηττημένος και νικητής μαζί, ήρωας τροπαιούχος κι εξιλαστήριο θύμα.

(Και ως του Κυρίλλου Λουκάρεως το πνεύμα το υπέροχο μέσα του στέκονταν,

Πώς τις ξεγέλαγε, γαλήνιος, των Ιησουϊτώνε και του ελεεινού Φιλιππουπολίτη τις απαίσιες πλεχτάνες!)

 

Κι αν χάθηκε, αν ποτές χάνετ’ ένας Μπολιβάρ, που σαν τον Απολλώνιο στα ουράνια ανελήφθβ,

Λαμπρός σαν ήλιος έδυσε, μέσα σε δόξα αφάνταστη, πίσω από βουνά ευγενικά της Αττικής και του Μορέως.

 

επίκλησις

Μπολιβάρ!  Είσαι του Ρήγα Φερραίου παιδί,

Του Αντωνίου Οικονόμου – που τόσο άδικα τον σφάξαν – και του Πασβαντζόγλου αδελφός,

Τ’ όνειρο του Μεγάλου Μαξιμιλιανού ντε Ρομπεσπιέρ ξαναζεί στο μέτωπό σου.

Είσαι ο ελευθερωτής της Νότιας Αμερικής.

Δεν ξέρω πια συγγένεια σε συνέδεε, αν ήτανε απόγονος σου άλλος μεγάλος Αμερικανός, από το Μοντεβίντεο  αυτός,

Ένα μονάχα είναι γνωστό, πως είμαι ο γιος σου.

 

ΥΜΝΟΣ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΤΗΡΙΟΣ ΣΤΟΝ ΜΠΟΛΙΒΑΡ

(για να σπείρουν το σπόρο της καινούργιας γενιάς)

ΧΟΡΟΣ   στροφή   

Αν η νύχτα, αργεί να περάσει,

Παρηγόρια μας στέλνει τις παλιές της σελήνες,

Αν στου κάμπου τα πλάτη φαντασμάτων σκοτάδια

Λυσικόμους παρθένες μ’ αλυσίδες φορτώνουν,

Ήρθ’ η ώρα της νίκης, ήρθε η ώρα θριάμβου.

Εις τα σκέλεθρα τ’ άδεια στρατηγών πολεμάρχων

Τρικαντά θα φορέσουν που ποτίστηκαν μ’ αίμα,

Και το κόκκινο χρώμα που ’χαν πριν τη θυσία

Θα σκεπάσει μ’ αχτίδες της σημαίας το θάμπος.

 

αντιστροφή  

τ’ άροτρα στων φοινικιών τις ρίζες

κι ο ήλιος   που λαμπρός ανατέλλει

σε τρόπαια ανάμεσα   και πουλιά   και κοντάρια

θ’ αναγγείλει ως εκεί που κυλάει το δάκρυ

και το παίρνει ο αέρας στης θαλάσσης   τα βάθη

τον φριχτότατον όρκο

το φρικτότερο σκότος

το φριχτό παραμύθι:

Libertad

 

επωδός  (χορός ελευθεροτεκτόνων)

Φύγετε μακριά μας αρές, μη ζυγώσετε πια, corazon,

Απ’ τα λίκνα στ’ αστέρια, απ’ τις μήτρες στα μάτια, corazon,

όπου απόκρημνοι βράχοι και ηφαίστεια και φώκιες, corazon,

Όπου πρόσωπο σκούρο και χείλια πλατιά κι ολόλευκα δόντια, corazon,

Ας στηθεί ο φαλλός και γιορτή ας αρχίσει, με θυσίες ανθρώπων, με χορούς, Corazon,

Μεσ’ σε σάρκας ξεφάντωμα, στων προγόνων τη δόξα, corazon,

Για να σπείρουν το σπόρο της καινούργιας γενιάς, corazon.

 

Στρατηγέ    τι ζητούσες στη Λάρισα    συ ένας Υδραίος;

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: μετά την επικράτησιν της νοτιοαμερικανικής επαναστάσεως στήθηκε στο Ανάπλι και τη Μονεμβασιά, επί ερημικού λόφου δεσπόζοντος της πόλεως, χάλκινος ανδριάς του Μπολιβάρ. Όμως, καθώς τις νύχτες ο σφοδρός άνεμος που φυσούσε ανατάραζε με βία τη ρεντιγκότα του ήρωος, ο προκαλούμενος θόρυβος ήτανε τόσο μεγάλος, εκκωφαντικός, που στέκονταν αδύνατο να κλείσει μάτι, δεν μπορούσε να γενεί πλέον λόγος για ύπνο. Έτσι οι κάτοικοι εζήτησαν και, δια καταλλήλων ενεργειών, επέτυχαν την κατεδάφιση του μνημείου  

(Εδώ ακούγονται μακρινές μουσικές που παίζουν, με άφθαστη μελαγχολία, νοσταλγικά λαϊκά τραγούδια και χορούς της Νοτίου Αμερικής, κατά προτίμησιν σε ρυθμό sardine)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ